ανάψυξη

ανάψυξη
η (AM ἀνάψυξις)
η πράξη του αναψύχω, δρόσισμα
2. στέγνη, στέγνωμα
3. αναψυχή, ανακούφιση, παρηγοριά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀναψύξῃ — ἀναψύξηι , ἀνάψυξις cooling fem dat sg (epic) ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω cool aor subj mid 2nd sg ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω cool aor subj act 3rd sg ἀναψύ̱ξῃ , ἀναψύχω cool fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμψυξις — ἔμψυξις (Α) ανάψυξη, δρόσισμα …   Dictionary of Greek

  • εμψυκτικός — ἐμψυκτικός, ή, όν (Α) ο κατάλληλος για ανάψυξη, αναψυκτικός, δροσερός, δροσιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”